- ὑπόβολος
- ὑπόβολ-ος,A f.l. for ὑπώβολος (q.v.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υπόβολος — ον, ΜΑ [ὑποβάλλω] μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὑπόβολον προγαμιαία δωρεά τού γαμπρού προς την νύφη αρχ. αυτός που δόθηκε ως ενέχυρο … Dictionary of Greek